- εκτρέπω
- (AM ἐκτρέπω, Α ιων. τ. ἐκτράπω)1. στρέφω κάτι έξω από τον φυσικό δρόμο, τρέπω κάτι ή κάποιον μακριά ή προς άλλη κατεύθυνση («τό ὕδωρ ἐξέτρεψεν εἰς τὴν Μαντινικήν», Θουκ.)2. μέσ. βγαίνω από την κανονική θέση ή διεύθυνσή μου, παρασύρομαι, παρεκτρέπομαιμσν.1. μετατρέπω, αλλάζω2. παρασύρω3. βγάζω από τα λογικά, τρελαίνω4. τρέπω σε φυγή5. υποδουλώνωαρχ.1. τρέπω κάποιον μακριά από τον δρόμο του, τόν κάνω να παρεκκλίνει2. αποφεύγω3. εμποδίζω, αποτρέπω4. στρέφω κάτι υποχωρώντας5. αναστρέφω κάτι ώστε το μέσα να έρθει έξω6. μέσ. τρέπω μακριά, αποπέμπω7. ιατρ. αποκλίνω από την κανονική μου θέση, εκφεύγω, εξαρθρώνομαι8. μετατρέπω κάτι σε χειρότερο9. αστρολ. γεννιέμαι.
Dictionary of Greek. 2013.